- κασονιάζω
- [κασόνι]1. τοποθετώ πράγματα μέσα σε κασόνια, αποθηκεύω2. (για κτίσμα) κατασκευάζω ξύλινο περίβλημα, καλούπι, μέσα στο οποίο θα χυθεί κατόπιν το οικοδομικό μίγμα, καλουπώνω («κασονιάσαμε τη γέφυρα και αύριο θα ρίξουμε το μπετόν»).
Dictionary of Greek. 2013.